Το αποτύπωμα είναι σημάδι (κάτι που άλλαξε και παραμένει) εκεί από όπου πέρασε κάποιος ή κάτι, από το οποίο μπορεί να ανακαλυφθεί η ταυτότητα του διερχόμενου από το χώρο αυτό. Ακριβώς αυτή η δυνατότητα εξακρίβωσης του ποιος άφησε το αποτύπωμα δίνει τη διαφορά του αποτυπώματος από το ίχνος.
Καλημέρα σε όλους τους καταπιεσμένους του κόσμου....

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Μια μέρα στη φυλακή, με τον Αντώνη Αραβαντινό

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Κείμενο: Ηλίας Αναστασιάδης, Φωτογραφίες: Μενέλαος Μυρίλλας/SOOC.photos [*]
Published in Onemangr

Η κεντρική πύλη του Ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού


Η φυλακή που ήταν πάντα εκεί γι' αυτόν

“Το ‘83 είχαμε γκαζάκια στη φυλακή για όποιον ήθελε να μαγειρεύει. Είχαν πεθάνει πολλοί κρατούμενοι από την εισπνοή υγραερίου. Έβαζαν το γκαζάκι σε μια σακούλα, το άνοιγαν, έχωναν το κεφάλι και εισέπνεαν. Το υγραέριο έχει μόλυβδο, ο μόλυβδος διογκώνει τη θερμοκρασία του σώματος κι έτσι επιβραδύνεται η ροή οξυγόνου στον εγκέφαλο. Αυτό δημιουργούσε παραισθήσεις και θεωρούνταν οιονεί μαστούρωμα. Αν έπαιρνες πολύ, πάθαινες κάτι σαν τη νόσο των δυτών, κι έπρεπε να βγάλεις έγκαιρα το κεφάλι, αλλιώς μεθούσες, έμενες εκεί και έσκαγες. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά. Ημέρα Τετάρτη, η φυλακή ήταν ανοιχτή και θα ξανάκλεινε για μεσημέρι. Είχα υπηρεσία στο Δ110. Ήμουν μόνο 20 μέρες στη δουλειά αλλά είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι, έκλεινα πιο γρήγορα τα κελιά. Καθώς κλείνω ένα, μυρίζω υγραέριο και βλέπω έναν κάτω με το κεφάλι στη σακούλα. Λέω εντάξει, τη δουλειά του κάνει, τον κλειδώνω και πάω να δώσω αναφορά. Ξαναγυρίζω μετά το μεσημέρι για να ανοίξω, πάλι κάτω αυτός. Πάω, τον σκουντάω, του λέω επ, τι γίνεται, δεν αντιδρούσε. Τον σκουντάω λίγο παραπάνω και σηκώνεται ένα πράγμα σαν τα ζόμπι που βλέπεις στις ταινίες. Όπου είχε τρύπα, έβγαζε αίμα. Μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά. Παραπατάει, πάει να πέσει, πέφτει πάνω μου. Με γεμίζει στα αίματα, χέστηκα, παιδί ήμουν, 23 χρονών, πετάω τα κλειδιά -ευτυχώς τα βρήκε μετά ένας παλιός χασικλής κρατούμενος, ο Τζόνι- και το βάζω στα πόδια. Βγαίνω στον κήπο που είναι οι αρχιφύλακες, φωνάζω ‘Πέθανε, πέθανε! Άντε γαμηθείτε κι εσείς και η κωλοδουλειά σας, φεύγω!”.


~~~
Το πόσα γεγονότα χωράνε μέσα σε μια δεσμίδα χρόνου ήταν ανέκαθεν ένα ζήτημα που μου ‘κοβε την ανάσα. Στην κάτω γωνία της Σολωμού, του στενού που στέκει σαν να μην τρέχει τίποτα ανάμεσα στο συγκρότημα με τις γυναικείες και στο συγκρότημα με τις αντρικές φυλακές στον Κορυδαλλό, υπάρχει ένα καφέ με ξύλινη επένδυση. Τίποτα μες στο καφέ, ούτε οι άνθρωποι ούτε οι καρέκλες, δεν προδίδουν ότι είσαι δίπλα στις πιο ξακουστές φυλακές της χώρας. Το ρολόι στην οθόνη του κινητού μου λέει 11.28, ο Αντώνης Αραβαντινός έχει αργήσει 28 λεπτά και το χειρότερο είναι ότι δεν σηκώνει το τηλέφωνο. Καθόλου καλό σημάδι. Ποτέ η καθυστέρηση σε ένα ραντεβού με κάποιον που δεν είναι φίλος σου δεν είναι καλό σημάδι. Ψύχραιμος ο Μενέλαος -ίσως ο πιο κατάλληλος φωτογράφος για την περίσταση- ψύχραιμος (απέξω μου) κι εγώ, συνεχίζουμε να πίνουμε το αναψυκτικό μας, χωρίς πάγο αυτός, με πάγο εγώ, σαν ντετέκτιβ κρυμμένοι πίσω από ένα παρμπρίζ ενώ παραμονεύουν για κάτι καταβροχθίζοντας ντόνατς. Αυτό, χωρίς τα ντόντας και το παρμπρίζ. Και τους ντετέκτιβ. Κάθε φορά που πιάνει το κινητό του για να τσεκάρει μια ειδοποίηση, πειράζω το δικό μου για να δω την ώρα. 11.36. Ξαναπαίρνω τον Αντώνη. Χτυπάει μία, χτυπάει δύο, χτυπάει τρεις. Τίποτα. Αφήνω οκτώ λεπτά να περάσουν. Ξαναπαίρνω. Χτυπάει μία, χτυπάει δύο, χτυπάει τρεις. Τίποτα. Ο Μενέλαος μού δείχνει ένα ντανταϊστικό καρέ της Σοφίας Σακοράφα που τράβηξε τις προάλλες στη Βουλή. Μου αρέσει που δεν πιέζει, που δεν ρωτάει ‘μα καλά πού είναι αυτός, τσάμπα με κουβάλησες μέχρι εδώ;’, αλλά είναι τόσο ζεν που αρχίζω να αμφιβάλλω αν έχει καταλάβει ότι ο άνθρωπος που περιμένουμε μπορεί να μην έρθει ποτέ. Ξαναπαίρνω. Χτυπάει μία, χτυπάει δύο. Το σηκώνει.
Fast forward: Τη στιγμή που μιλούσε για το ζόμπι που έσβησε πάνω του, πείραξα ασυναίσθητα το κινητό και το ρολόι έλεγε 12.56. Πριν μια ώρα, δεν είχα ιδέα αν θα εμφανιστεί για τη συνέντευξη. Και τώρα λέμε για αληθινά ζόμπι.
Πέρασα δώδεκα ώρες με τον Αντώνη Αραβαντινό σε διαφορετικά σημεία των φυλακών Κορυδαλλού και μία ώρα στο Ψυχιατρείο χωρίς αυτόν. Μιλήσαμε για άσημους και διάσημους κρατούμενους, για το Κολαστήριο και το Ψυχιατρείο, για εξοντωτικές ποινές και αληθινές αποδράσεις, για ναρκωτικά και αυτοκτονίες, για τον Αραβαντινό που νόμιζα ότι ξέρω και για τον Αντώνη του ‘δεν τα παίρνω μπάσταρδοι’. Μιλήσαμε γι’ αυτά και για πολλά άλλα. Είναι όλα σε αυτό το κείμενο. Το πόσα γεγονότα χωράνε σε μια δεσμίδα χρόνου ήταν ανέκαθεν ένα ζήτημα που μου ‘κοβε την ανάσα.


Κολόνια. Καλή αντρική κολόνια, περιποιημένο μούσι, άσπρο κατά κύριο λόγο, καθαρά ρούχα, σιδερωμένα, πορτοκαλί πόλο μπλουζάκι, καλό αυτοκίνητο, λίγα -όχι πολλά- παραπανίσια κιλά. Από τις πρώτες καλημέρες, ο Αντώνης δεν είναι ακριβώς αυτός με τα πέτσινα μπουφάν που μαυρίσαμε να βλέπουμε σε Τράγκες και Χαρδαβέλλες. Αυτό που αμέσως καταλαβαίνεις ότι έχει μείνει απαράλλαχτο είναι το παρασκήνιο μιας ολόκληρης και σκληρής ζωής στις φυλακές, που αποτυπώνεται στο βλέμμα του. Πίσω από το γραφείο του στην Ομοσπονδία Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδας κρέμεται καδραρισμένο ένα καρέ από ταινία του Μπερτολούτσι. Είναι πολύ περήφανος γι’ αυτό το κάδρο. Ανάμεσά μας, υπάρχει ένα γραφείο, το γραφείο του, και πάνω στο γραφείο, τρία-τέσσερα σκόρπια τεύχη της εφημερίδας του Συλλόγου Υπαλλήλων Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Νέων Αυλώνα και του αντίστοιχου του Κορυδαλλού, ονόματι ‘Οιονεί Κρατούμενος’. “Γιατί έτσι;”, ρωτάω για τον τίτλο. “Εμ, περνώντας μια ζωή στη φυλακή, δεν γίναμε κι εμείς κρατούμενοι με έναν τρόπο”; Στο εξώφυλλο ενός τεύχους, ο Αντώνης αποχαιρετά, με μια επιστολή γεμάτη πόνο και κραυγές, τον κουμπάρο του και αρχιφύλακα των φυλακών Δομοκού, Μάκη Γκαλιμάνη, που δολοφονήθηκε με καλάσνικοφ τον περασμένο Φεβρουάριο έξω από το σπίτι του, κοντά στη Στυλίδα. Για πολλή ώρα, θα έκανα ότι δεν έχω δει την επιστολή. Όταν θα την έφερνα στην κουβέντα, θα έλεγε βουρκωμένος και με χαμηλή φωνή ότι “αυτή η δολοφονία ενδέχεται να ήταν ένα μήνυμα για μένα”. 
Μέχρι τότε, στωικός με τη μοίρα του και με επαναλαμβανόμενο μοτίβο έναν περίεργο ήχο που έκανε εφάπτοντας και απομακρύνοντας τα δόντια από τα χείλη σε εκατοστά τους δευτερολέπτου, θα έλεγε:
“Κατά έναν παράξενο τρόπο, η φυλακή ήταν παρούσα σε όλες τις φάσεις της ζωής μου. Ήμουν ένα παιδί με οικογενειακό περιβάλλον αριστερό. Ο πατέρας μου, ο πήχης της ζωής μου, ήταν εργολάβος στα δημόσια έργα, αλλά ως αριστερός δεν ήταν και τόσο εύκολο να επιβιώσει. Είχε εισαγάγει τα πριμ, όχι σαν προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τους εργαζομένους, αλλά σαν μια δίκαιη πληρωμή της εργασίας τους. Ενώ είχε πάρει μια τεράστια δουλειά, το ‘67 κατηγορήθηκε ότι τους έδινε παραπάνω χρήματα για να τους προσηλυτίσει στον κομμουνισμό, πέρασε από στρατοδικείο και η πρώτη μου εικόνα από τη φυλακή είναι να πηγαίνω με κοντά παντελονάκια να δω τον πατέρα μου στο επισκεπτήριο. Μετά, κατάφερα να μαζέψω 152 μέρες φυλακή στο στρατό. Όταν παρουσιάστηκα, μου έδωσαν ένα χαρτί που έγραφε ότι δεν στοχεύω στη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος και ότι καταδικάζω τις αναρχοκομμουνιστικές οργανώσεις. Δεν το υπέγραψα. Αφού τσακώθηκα με έναν λοχία -Ηλίας Καργάκος όνομα και πράγμα- με έστειλαν στην Τρίπολη να δουν αν είμαι τρελός. Από εκεί, με έστειλαν στην Καβύλη.

~~~~~~~~~~~

 Στην Καβύλη, ήμασταν δεκαεπτά φαντάροι και ένας δόκιμος και ψάχναμε όλη μέρα για εγκαταλελειμμένο οπλισμό και ανθρώπινα κόκαλα. Παίρναμε τα κόκαλα, τα ραντίζαμε με κρασί και κάναμε κάτι σαν μνημόσυνο. Γράφω γράμμα στον πατέρα μου να με πάρει από εκεί. Του λέω ότι πήγα να υπηρετήσω την πατρίδα, όχι να γίνω νεκροθάφτης. Άφησα κι ένα υπονοούμενο ότι μπορεί να φουντάρω. Μου απάντησε ότι αν είμαι όντως παιδί του, θα είμαι ακόμα ζωντανός”.
Λίγες εβδομάδες μετά, παίρνει δυσμενή μετάθεση για τη Μυτιλήνη, στην οποία έστελναν εκείνα τα χρόνια αριστερούς και φαντάρους με εμπλοκή σε ποινικά ζητήματα. Δεν ήταν επίσημα τάγμα ανεπιθυμήτων, αλλά πολλοί από εκείνο το λόχο ακούστηκαν σε αντιεξουσιαστικές δράσεις της εποχής. “Στη Μυτιλήνη παίζαμε μπάλα ΚΚΕ εναντίον ΚΚΕ εσωτερικού. Ακόμα και το ΕΚΚΕ είχε ενδεκάδα. Δεξιούς δεν είχαμε και έτσι ντύναμε κάποιους που το έπαιζαν τρελοί, τους βαφτίζαμε δεξιούς, τους βάζαμε είκοσι γκολ και θεωρούσαμε ότι νικήσαμε τη δεξιά”.  
Στον ένα χρόνο που υπηρέτησε ως προστάτης της πολύτεκνης, τυπικής πατριαρχικής οικογένειάς του -έχει τρεις μικρότερες αδερφές- προστέθηκαν κανονικότατα και οι πέντε μήνες που μάζεψε σε φυλακές. Εξηγώντας μου λίγο πιο διεξοδικά την ιστορία του γένους του, μαθαίνω ότι οι Αραβαντινοί είναι μέτοικοι από την Κεφαλλονιά, ότι ο ίδιος γεννήθηκε στην Πύλο και ότι στη δευτέρα δημοτικού, μια επιτροπή που έψαχνε μαθητές-φυντάνια έφτασε στο χωριό του στα Κρέσταινα και τον επέλεξε για να συνεχίσει το σχολείο στην Αθήνα, στο Βαρβάκειο. Στην Αθήνα έβγαλε την τρίτη και την τετάρτη δημοτικού, την πέμπτη την έβγαλε στην Ανδρίτσαινα που είχε μια δουλειά ο πατέρας του, την έκτη και την πρώτη γυμνασίου στα Κρέσταινα και έκτοτε η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα. Τελείωσε το σχολείο στους Αμπελόκηπους. Ήταν καλός στα γράμματα. Μέχρι την τρίτη γυμνασίου αγαπούσε τα μαθηματικά και τις φυσικοχημείες, μετά, τα αρχαία και την ιστορία. Εν τω μεταξύ, ο Ωνάσης είχε μεσολαβήσει για να βγει ο πατέρας του από τη φυλακή. “Τον έβγαλε απ’ τη φυλακή και τον έβαλε εργολάβο στο Σκορπιό. Όλο τον Σκορπιό τον έχει φτιάξει ο πατέρας μου. Ήταν αυθεντία στις εκρήξεις και ίσως γι’ αυτό τον κυνηγούσαν. Αριστερός και αυθεντία στα εκρηκτικά ήταν κακός συνδυασμός. Μεγάλωσα στο Σκορπιό με την Χριστίνα και τον Αλέξανδρο”.
“Στα 17, έκανα τη βλακεία της ζωής μου και πήγα να παίξω μπάλα στην Αμερική”. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου ξέφυγε ένα “όντως;”. Ακολούθησαν πολλές.
Δεξί χαφ, αριστερός νους
Το ταξίδι στην Αμερική και οι ιδέες για τις οποίες πάλεψε.
Παρότι φόλα (όπως συστήνεται) Ολυμπιακός, ο Αραβαντινός έλαμψε στα τσικό του Παναθηναϊκού και μετά από ένα μικρό πέρασμα απ’ την Αθηναΐδα, έφυγε το ‘77 (αρκετά πριν το στρατιωτικό του δηλαδή) μαζί με τον Πουλόπουλο και τον Βάγκνερ για την Αμερική. Φήμες λένε ότι ο λόγος που ξενιτεύτηκε ήταν η τεράστια σημαία του Ολυμπιακού που κυμάτιζε στη Λουκάρεως και προκαλούσε τη μήνη των Παναθηναϊκών, οι οποίοι τη χαιρέτιζαν καθημερινά με νεράντζια. Οι φήμες δεν ευσταθούν. Ο λόγος που έφυγε ο Αντώνης ήταν η μανία του να το ζήσει. Όποιο κι αν ήταν αυτό το ‘το’.
“Έπαιζα δεξί χαφ, παρότι αριστεροπόδαρος. Στο σχολείο με έλεγαν κομμουνιστάκι γιατί ήμουν αριστερόχειρας. Ήμουν μακράν ο καλύτερος μαθητής, αλλά ο δάσκαλός μου, ο κυρ-Πανάγος, με χτυπούσε συνέχεια με το χάρακα στο αριστερό για να αναγκαστώ να γράφω με το δεξί. Ήταν προσφιλής τακτική των δασκάλων της εποχής να ‘διορθώνουν’ το χέρι με το οποίο γράφεις. Τρεις, πέντε, δέκα, αναγκάστηκα να γράφω με το δεξί. Γι’ αυτό, δεν κάνω ποτέ καλά γράμματα”.
Η ποδοσφαιρική καριέρα στην Αμερική έληξε υπερβολικά άδοξα. Ο Αραβαντινός χτύπησε το αριστερό του πόδι, η ομάδα ομογενών, που τον είχε υπογράψει και είχε για έδρα το Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια, του διέκοψε το συμβόλαιο, κι εκείνος άρχισε να πλένει πιάτα για να ζήσει.
“Η Αμερική ήταν μεγάλο σχολείο. Έμεινα έναν χρόνο και τρεις μήνες. Ευτυχώς, είχα πάρει άμυνες από εδώ. Μόλις μου πήραν την πράσινη κάρτα, βρήκα έναν φίλο στη Γαλλία και έκατσα ένα μήνα εκεί. Μετά πήγα στη Γερμανία, έκατσα τέσσερις μήνες και κατά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, με έπιασαν στη Γευγελή, γιατί δεν είχα περάσει περιοδεύων. Πήγα στο Σταθμό Λαρίσης που είχαν τους ανυπότακτους, υπέγραψε ο πατέρας μου και μετά από δύο μέρες, 8 Αυγούστου του ‘80, με πήρανε φαντάρο. Είχα μαλλί και μούσια αλά Φρανκ Ζάπα που ήταν της μοδός. Με κούρεψαν γουλί”.
Δεν ξέρω αν του ξύρισαν το κεφάλι για να του κόψουν το βήχα, όντας ενήμεροι για την παρουσία του στο μαθητικό κίνημα ή τις αριστερές, ελληνοκεντρικές του πεποιθήσεις. Ο Αραβαντινός μού περιγράφει μια ακολουθία ιστορικών γεγονότων που τον έβρισκαν πάντα εκεί, στο στρατόπεδο των μάχιμων διαδηλωτών. “Από μικρός ήμουν ελληνοκεντρικός στη σκέψη χωρίς καμία ρατσιστική διάθεση ή τίποτα τέτοιο. Απλά ήμουν περήφανος που είμαι Έλληνας. Όταν το ‘76 ένα περιπολικό χτύπησε τον πατέρα μου και χρειαζόταν να δουλέψει κάποιος για την οικογένεια, το έπαιξα ενήλικας και έπιασα δουλειά στην ΕΤΜΑ, όντας παράλληλα αντιπρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων Μαθητών Ελλάδας. Ήμουν στη νεολαία του ΕΚΕ, του ελληνοκεντρικού αριστερού κινήματος με συνθήματα ‘Ούτε ΗΠΑ ούτε Ρωσία, Εθνική Ανεξαρτησία’ και ‘12 μίλια στο Αιγαίο’.
Η πρώτη σύγκρουση με τον πατέρα μου ήρθε όταν με τα πρώτα λεφτά από την ΕΤΜΑ, αγόρασα μια χάρλεϊ. Δεν ξέρω αν τον πείραξε περισσότερο που πήρα μηχανή ή που ήταν αμερικάνικη.
 Ήμουν στην ΕΤΜΑ όταν σκοτώθηκε η Σωτηρία Βασιλακοπούλου, ήμουν στο Πολυτεχνείο, ήμουν στην πρώτη μεταπολιτευτική πορεία προς την αμερικάνικη πρεσβεία, όπου με έπιασαν και με έβαλαν σε επιτήρηση κοινωνικής λειτουργού. ΕΚΕ εγώ, ΚΚΕ αυτή, ‘Κράτος κι Επανάσταση’ εγώ,’Διαλεχτά Έργα’του Μαρξ αυτή, είχαμε τις αντιδικίες μας. Πουλούσα και την εφημερίδα της ΕΚΕ τότε, τους ‘Λαϊκούς Αγώνες’. Ίσως αυτή τη δράση βρήκα μπροστά μου στο στρατό”.

Με παράπονο θα μονολογήσει αργότερα και ενώ μιλάμε για τους Πυρήνες της Φωτιάς, ότι τα μέλη της οργάνωσης δυστυχώς έχουν την εικόνα του Αραβαντινού από την τηλεόραση και ότι ταυτίζουν ιδεολογικά το φύλακα με τις φυλακές. “Δεν ξέρουν ότι έχω παλέψει κι εγώ για να κάνω πραγματικότητα τις αλλαγές που ονειρευόμουν σε αυτήν την κοινωνία”.

__________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου